νευρογενής

νευρογενής
-ές
ιατρ. αυτός που προέρχεται από τον νευρικό ιστό και σχετίζεται με τη λειτουργία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurogenic < νευρ(ο)-* + -γενης (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… …   Dictionary of Greek

  • απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… …   Dictionary of Greek

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

  • αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”